Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

η γιορτή

  • 1 γιορτή

    η праздник; торжество;

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > γιορτή

  • 2 γιορτή

    [ерти] ουσ. в. праздник

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > γιορτή

  • 3 γιορτή

    [ерти] ουσ θ праздник.

    Эллино-русский словарь > γιορτή

  • 4 αχαιρέτητος

    η, ο [ος, ον ] αχαιρέτιστος, η, ο не удостоенный приветствия, поздравления;

    ήταν η γιορτή του και τον ελησμονήσαμε αχαιρέτιστο — у него были именины, а мы забыли его поздравить

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > αχαιρέτητος

  • 5 μακριά

    1) далеко; вдалеке, вдали;

    μακριά απ' το χωριό — далеко от села;

    πιό μακριά — дальше;

    δεν είναι μακριά η μέρα, πού... — недалёк тот день, когда...;

    2) далеко, не скоро;

    τό καλοκαίρι είναι μακριά — лето ещё не скоро;

    δεν είναι μακριά η γιορτή — скоро праздник;

    § από μακριά — издалека;

    μακριά από μας ( — или από λόγου μας) — избави, упаси нас боже;

    είμαστε μακριά — мы расходимся во мнениях;

    είσαι μακριά — ты далёк от истины;

    μακριά πού είσαι νυχτωμένος — ты ничего не понимаешь

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > μακριά

  • 6 πέτυχε

    представление имело успех;
    η γιορτή δεν επίτυχε праздник не удался;

    πέτυχε στίς εξετάσεις — успешно выдержать экзамен;

    δεν πέτυχα να... мне не удалось (сделать что-л.);
    2) удаваться; επέτυχε η φωτογραφία фотография удалась

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > πέτυχε

  • 7 πέφτω

    (αόρ. επεσα) αμετ.
    1) падать, валиться;

    πέφτω ανάσκελα — упасть навзничь;

    έπεσε λιπόθυμος (νεκρός) он упал в обморок (замертво);
    σκόνταψα και έπεσα я споткнулся и упал; 2) падать, выпадать (об осадках, о волосах и т.п.);

    πέφτει βροχή (χιόνι) — идёт дождь (снег);

    πέφτουν τα φύλλα — падают листья;

    3) впадать (в какое-л. состояние); предаваться (чему-л.);

    πέφτ σε απελπισία ( — или απόγνωση) — впадать в отчаяние, предаваться отчаянию;

    πέφτω σε δυσμένεια (σφάλμα) — впадать в немилость (ошибку);

    4) бросаться, кидаться (куда-л.);

    πέφτω στο νερό — бросаться в воду;

    5) попасть, очутиться, оказаться;

    πέφτω σε ενέδρα (παγίδα) — попасть в засаду (ловушку);

    πέφτω στα χέρια κάποιου — попасть в чьи-л. руки, оказаться в чьих-л. руках;

    πέφτω στα νύχια κάποιου — попадать к кому-л. в лапы, стать чьей-л. жертвой;

    πέφτω σε καλά (κακά) χέρια — попадать в хорошие (плохие) руки;

    6) попадать (в цель);
    7) падать, снижаться, понижаться;

    οι τιμές πέφτουν — цены падают;

    η θερμοκρασία πέφτει — температура падает;

    8) опускаться (о светилах и т. п.);
    ο ήλιος έπεσε στη θάλασσα солнце село за море; έπεσε ομίχλη опустился туман;

    πέφτει το σκοτάδι — надвигается темнота, темнеет;

    9) пасть (в бою);

    πέφτ στο πεδίο της μάχης — пасть на поле брани;

    10) пасть (о правительстве и т. п.); сдаться, покориться (кому-чему-л.);
    τό φρούριο έπεσε крепость пала; 11) ослабевать; утихать, стихать; ο αέρας έπεσε ветер стих; έπεσε πολύ ο πατέρας отец сильно сдал; 12) приходиться, выпадать; του έπεσε το λαχείο он выиграл; ему выпал выигрыш; μας έπεσε στη λοταρία ένα ψυγείο мы выиграли в лотерею холодильник;

    η γιορτή πέφτει την Παρασκευή — праздник приходится на пятницу;

    λίγα πέφτουνε στον καθένα μας — немного приходится на каждого;

    τί μού πέφτει στο μερτικό μου:

    что выпало на мою долю?;
    13) бросаться, нападать; обрушиваться; πέσαν απάνω μας они набросились на нас;

    πέφτει επιδημία — вспыхивает эпидемия;

    14) рушиться, рухнуть;
    15) разг родиться; της έπεσε το παιδί στούς εφτά μήνες у неё родился семимесячный ребёнок, она родила семимесячного ребёнка;

    § πέφτει το ηθικό μου — падать духом;

    πέφτω επάνω σε κάτι — натыкаться на что-л.;

    πέφτω να κοιμηθώ — ложиться спать;

    πέφτω άρρωστος — или πέφτω στο κρεββάτι ( — или στα ρούχα) — слечь в постель, заболеть;

    πέφτω με το κεφάλι — внезапно серьёзно заболеть, слечь;

    πέφτω έξω прям., перен. — а) садиться на мель;

    б) дать маху;
    ошибаться;

    πέφτω έξω στούς υπολογισμούς μου — просчитаться;

    πέφτω σε σφάλμα ( — или πέφτω σε παράπτωμα) — проштрафиться;

    πέφτω θδμα — пасть жертвой;

    είμαι πεσμένος μπρούμυτα лежать ничком;

    πέφτω στα γόνατα κάποιου — падать кому-л. в ноги;

    умолять кого-л.;

    πέφτω στο στόμα ( — или στη γλώσσα) κάποιου — попасться кому-л. на язычок;

    πέφτω στα ( — или από τα) μάτια κάποιου — упасть в чьих-л. глазах;

    πέφτει χρήμα — с) на это идёт уйма средств; — б) здесь дело пахнет подкупом;

    πέφτει ξύλο — они дерутся;

    η υπόληψη του έπεσε его репутация погибла;

    πέφτει η μύτη μου — вешать нос;

    πέφτουν τα μούτρα μου — виновато опускать голову;

    πέφτω καί στη φωτιά γιά σένα — я за тебя готов в огонь и в воду;

    πέφτω απ' το κακό στο χειρότερο — попадать из огня да в полымя;

    δεν σού πέφτει λόγος — ты помалкивай, без тебя обойдётся;

    πολύ ( — или βαρύ) σού πέφτει — это не по тебе; — кишка тонκέ (ср. — русск, не по Сеньке шапка);

    πέφτω με τα μούτρα ( — или τό κεφάλι) σε κάτν — уйти с головой в какие-л. дела;

    πέφτουν τα φτερά μου — у меня руки опускаются;

    πέφτουν κορμιά — гибнут люди;

    πέφτουν κεφάλια — летят головы;

    πέφτουν τουφεκιές ( — или πιστολιές) — слышны выстрелы, идёт перестрелка;

    η πόλη πέφτει λίγο δυτικότερα — город находится немного западнее;

    έπεσε γρήγορα αυτό το θεατρικό του έργο эта пьеса быстро сошла со сцены;

    πέφτω δίπλα — а) причаливать; — б) перен. подъезжать (к кому-л.)

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > πέφτω

  • 8 συμπίπτω

    (αόρ. συνέπεσα) μετ.
    1) совпадать;

    συμπίπτουν οι γνώμες — мнения совпадают;

    2) απρόσ. бывает, случается;
    συνέπεσε να... случилось так, что...;

    § η γιορτή συμπίπτει την... — праздник приходится, падает на...

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > συμπίπτω

  • 9 χαίρω

    (αόρ. (ε)χάρηκα и εχάρην) 1. αμετ. радоваться, получать удовольствие; веселиться;

    χαίρω πολύ — очень рад (при знакомстве);

    χαίρ πολύ πού σε ξαναβλέπω — очень рад тебя снова видеть;

    2. μετ., αμετ. пользоваться (чём-л.); обладать (чём-л.);

    χαίρω καλής φήμης (της εμπιστοσύνης) — пользоваться хорошей репутацией (доверием);

    χαίρω άκρας υγείας — или χαίρω άκραν υγείαν — я абсолютно здоров;

    § χαίρε! (χαίρετε!) а) здравствуй(те)!; б) до свидания!; будь(те) здоров(ы)!;
    τό ύστατον χαίρε последнее прости;

    χαίρομαι

    1) см. χαίρω 1;

    2) быть довольным, радоваться, наслаждаться;

    χαίρομαι τη ζωή μου — наслаждаться жизнью;

    § να σε χαρώ очень прошу тебя;
    να χάρης τη ζωή σου я тебя умоляю, ради бога;

    να χαίρεσαι τ' όνομά σου ( — или την γιορτή σου) — желаю тебе долгих лет жизни;

    καλώς τα χαίρεστε! — а) приятного аппетита!; — б) приятно повеселиться!

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > χαίρω

  • 10 ακίνητος

    ακίνητος, -η, -ο
    неподвижный, непереходящий (о церковных праздниках);
    ΦΡ.
    ακίνητη εορτή / γιορτή ηнепереходящий праздник

    Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > ακίνητος

См. также в других словарях:

  • γιορτή — η 1. πανηγυρική εκδήλωση για σπουδαίο γεγονός: Εθνική γιορτή. 2. ημέρα καθιερωμένη για να γιορτάζεται το όνομα ή τα γενέθλια κάποιου: Αύριο είναι η γιορτή της αδερφής μου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γιορτή — η η εορτή*. [ΕΤΥΜΟΛ. < εορτή, με ανάπτυξη j από τη συνίζηση του συμπλέγματος εο (πρβλ. γιορταστής εορταστής, γιορτάζω εορτάζω)] …   Dictionary of Greek

  • Δημήτρια — Γιορτή που διεξαγόταν στην Αττική προς τιμήν της θεάς Δήμητρας. Όσοι συμμετείχαν στη γιορτή χτυπούσαν ο ένας τον άλλο με ξύλα και μαστίγια από φλοιούς δέντρων. Δ. ονομάστηκε για ένα διάστημα και η γιορτή των Μεγάλων Διονυσίων που τελούσαν οι… …   Dictionary of Greek

  • Λήναια — Γιορτή της αρχαιότητας. Την τελούσαν στην Αθήνα προς τιμήν του Διονύσου, ο οποίος ονομαζόταν και Λήναιος ή Ληνεύς. Η γιορτή λάμβανε χώρα τη μικρότερη ημέρα του χρόνου κατά τον μήνα Γαμηλιώνα, ο οποίος επονομαζόταν και Ληναιών και αντιστοιχούσε… …   Dictionary of Greek

  • Δήλια — Γιορτή αφιερωμένη στη μνήμη της γέννησης του Απόλλωνα και της Άρτεμης που γινόταν στο νησί Δήλος. Στη γιορτή αυτή συμμετείχαν πολλές θεωρίες (αντιπροσωπείες) από ελληνικές πόλεις, ιδίως ιωνικές. Σπουδαιότερη όμως από τις θεωρίες της Δήλου ήταν… …   Dictionary of Greek

  • κούλουμα — Γιορτή την ημέρα της Καθαράς Δευτέρας, που χαρακτηρίζεται από ομαδική έξοδο στην ύπαιθρο και χαρακτηριστικά έθιμα. Η λέξη αναφέρεται με διάφορους τύπους, όπως κούλουμπα (Κλειτορία Πελοποννήσου), ανακούλουμα (Ιθάκη), κούλουμες (Λεύκτρα… …   Dictionary of Greek

  • Οσχοφόριο — Γιορτή του τρυγητού, που γινόταν περίπου τον Οκτώβριο στην αρχαία Αθήνα. Λέγονται και Ωσχοφόρια. Κλαδιά από αμπέλια με τσαμπιά από σταφύλι μεταφέρονταν από έφηβους, που κάλυπταν τρέχοντας την απόσταση από τον ναό του Διόνυσου στην Αθήνα, έως το… …   Dictionary of Greek

  • Ιοβάκχεια — Γιορτή προς τιμήν του Διονύσου, την οποία τελούσαν σε ανάμνηση των Θυιάδων και των Βακχίδων, με πορεία από τον Παρνασσό προς τους Δελφούς. Ιόβακχοι, εξάλλου, ονομάζονταν στην αρχαία Αθήνα εκείνοι που αποτελούσαν τον αθηναϊκό θρησκευτικό θίασο… …   Dictionary of Greek

  • Λύκαια — Γιορτή στην Αρκαδία κατά την αρχαιότητα. Την τελούσαν οι Αρκάδες στο όρος Λύκαιο, για να τιμήσουν αρχικά τον Αρκάδα θεό Πάνα και αργότερα τον Λύκαιο Δία. Ιδρυτής της θεωρείτο ο βασιλιάς Λυκάων. Αρχικά, στη γιορτή αυτή ένας άντρας υποτίθεται ότι… …   Dictionary of Greek

  • Σατουρνάλια — Γιορτή του ρωμαϊκού ημερολογίου που συνέπιπτε με τη 17η Δεκεμβρίου. Την ημέρα εκείνη τελούνταν θυσία στον Κρόνο (Saturnus), τον επώνυμο θεό της γιορτής, σ’ ένα ναό του που βρισκόταν στο Φόρουμ. Η εορταστική περίοδος κρατούσε τρεις ημέρες: τότε… …   Dictionary of Greek

  • αναγωγία — Γιορτή που γινόταν κατά την αρχαιότητα στην Ερύκη της Σικελίας προς τιμήν της θεάς Αφροδίτης. Οι Ερυκίνοι πίστευαν ότι η Αφροδίτη την ημέρα της γιορτής αυτής έφευγε από την πόλη τους και πήγαινε στη Λιβύη μαζί με τα ιερά περιστέρια της. Μετά από… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»